επανορθωτικος

επανορθωτικος
    ἐπανορθωτικός
    ἐπ-ανορθωτικός
    3
    могущий исправить, служащий улучшению
    

(τὸ δίκαιον Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "επανορθωτικος" в других словарях:

  • ἐπανορθωτικός — corrective masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επανορθωτικός — ή, ό (Α επανορθωτικός, ή, όν [επανορθώνω] 1. αυτός που αναφέρεται ή που συντελεί στην επανόρθωση («επανορθωτικές φυλακές, ποινές» κ.λπ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επανορθωτικό ναυτ. σήμα για την επανόρθωση τής τάξεως, για τη διόρθωση τής πορείας …   Dictionary of Greek

  • επανορθωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που συντελεί στην επανόρθωση, που γίνεται γι αυτή, που μπορεί να επανορθώσει κάτι, διορθωτικός: Επανορθωτικές φυλακές. 2. (ναυτ.), το ουδ. ως ουσ., επανορθωτικό σήμα για επανόρθωση της τάξης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπανορθωτικά — ἐπανορθωτικός corrective neut nom/voc/acc pl ἐπανορθωτικά̱ , ἐπανορθωτικός corrective fem nom/voc/acc dual ἐπανορθωτικά̱ , ἐπανορθωτικός corrective fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανορθωτικόν — ἐπανορθωτικός corrective masc acc sg ἐπανορθωτικός corrective neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανορθωτικοῖς — ἐπανορθωτικός corrective masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανορθωτικοί — ἐπανορθωτικός corrective masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανορθωτικοῦ — ἐπανορθωτικός corrective masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανορθωτικῆς — ἐπανορθωτικός corrective fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανορθωτικῇ — ἐπανορθωτικός corrective fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπανορθωτική — ἐπανορθωτικός corrective fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»